- πόλγη
- η, Ν(γεωμορφ.) κάθε επιμήκης λεκάνη με επίπεδο πυθμένα και απότομα τοιχώματα η οποία έχει σχηματιστεί από τη συνένωση αρκετών δολινών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. polje < σερβοκροατ. polje (πρβλ. αρχ. σλαβ. polje «πεδιάδα, αγρός, λιβάδι»)].
Dictionary of Greek. 2013.